- αδρόσιστος
- και –ιγος, -η, -ο [δροσίζω]1. αυτός που δεν δροσίζεται ή δεν δροσίστηκε, διψασμένος, ξερός2. αυτός που δεν δροσίστηκε από την τύχη, που δεν γνώρισε ευτυχισμένες μέρες, δυστυχισμένος, ταλαιπωρημένος3. αυτός που δεν δροσίζει άνθρωπο, σπαγγοραμμένος, φιλάργυρος.
Dictionary of Greek. 2013.