αδρόσιστος

αδρόσιστος
και –ιγος, -η, -ο [δροσίζω]
1. αυτός που δεν δροσίζεται ή δεν δροσίστηκε, διψασμένος, ξερός
2. αυτός που δεν δροσίστηκε από την τύχη, που δεν γνώρισε ευτυχισμένες μέρες, δυστυχισμένος, ταλαιπωρημένος
3. αυτός που δεν δροσίζει άνθρωπο, σπαγγοραμμένος, φιλάργυρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδρόσιστος — η, ο 1. αυτός που δε δροσίστηκε: Αδρόσιστα είναι σήμερα τα χείλη μου. 2. στερημένος από χαρά: Πέθανε άμοιρος κι αδρόσιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδροσοβόλητος — η, ο [δροσοβολώ] αυτός που δεν δροσίστηκε, ο αδρόσιστος …   Dictionary of Greek

  • αδρόσιγος — η, ο βλ. αδρόσιστος …   Dictionary of Greek

  • άδροσος — η, ο αδρόσιστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”